βορινή

βορινή
βορινός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βορινῆι — βορινῇ , βορινός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαφίνα — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 54 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακεδονίδος. II Ποταμός της Μεσσηνίας στα νότια του ποταμού Νέδα. Πηγάζει από τα βουνά Βαρυμπόμπη και Μπούρα. Αρχικά ακολουθεί βορινή κατεύθυνση και… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη Εγκρεμού, σπήλαιο — Σπήλαιο στη βορινή και κατακόρυφη πλαγιά του χωριού Καψάλι Κυθήρων. Η προσπέλασή του γίνεται με λαξεμένα στον βράχο σκαλιά, σε υψόμετρο 50 μ. Έχει μήκος 22 μ., πλάτος 4 μ. και ύψος 3 4 μ. Στην είσοδο του σπηλαίου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • Αγίων Πατέρων, σπηλαιοβάραθρο — Σπήλαιο κοντά στο χωριό Αζωγυρέ στον νομό Χανίων. Έχει δύο εισόδους και μήκος 95 μ. Χωρίζεται σε δύο τμήματα από ογκόλιθους. Το βάθος του είναι 23 μ. και καλύπτει έκταση 644 τ.μ. Η κατάβαση γίνεται από τη βορινή είσοδο, με σκάλα, σε βάθος 14 μ.… …   Dictionary of Greek

  • Αγκαράθου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ηρακλείου. Εξαρτάται από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού είναι άγνωστος, μερικοί όμως τον τοποθετούν στον 15ο ή τον 16ο αι. Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1582, ενώ στη… …   Dictionary of Greek

  • Αναγυρούς — Μεγάλος δήμος της αρχαίας Αττικής, που βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής Βάρης. Η ονομασία του οφείλεται στον ήρωα Ανάγυρο, που έζησε στην περιοχή. Παρότι η περιοχή δεν έχει ερευνηθεί ακόμα συστηματικά, ό,τι έχει έρθει στο φως έχει πολύ μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… …   Dictionary of Greek

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”